Ο όρος «ανάπλαση» είναι γενικά μια παρεξηγημένη έννοια. Για τον περισσότερο κόσμο σημαίνει παρέμβαση διακοσμητικού χαρακτήρα: μια πλακόστρωση και μια βρύση στην πλατεία του χωριού, καινούρια πεζοδρόμια και δημοτικό φωτισμό στην πόλη! Όμως ανάπλαση μιας περιοχής δεν είναι αυτό: ανάπλαση είναι μια παρέμβαση –με η χωρίς έργα- που διαφοροποιεί τους όρους λειτουργίας μιας περιοχής, που επηρεάζει τους όρους διαβίωσης και εργασίας των χρηστών της και που, στο επίπεδο του χώρου, υποστηρίζεται από πολεοδομική μελέτη. Η διαφοροποίηση αυτή των όρων λειτουργίας, είτε προγραμματίζεται είτε έρχεται σαν φυσικό επακόλουθο της παρέμβασης, διαφοροποιεί τον χώρο σε σχέση με αυτό που ήταν πριν την παρέμβαση, αλλά και τις κάθε είδους αξίες, πολιτιστικές αλλά και οικονομικές.
Οι συνέπειες δεν είναι ποτέ τυχαίες γιατί τίποτα δεν αποτυπώνεται τυχαία στο χώρο: η νέα κατάσταση διαμορφώνεται με βάση τις ισχυρότερες από τις πιέσεις που, κάθε φορά, ασκούνται. Έτσι, υπάρχουν πάντα αυτοί που τελικά οφελούνται και αυτοί που βλάπτονται. Υπάρχουν πάντα και οι υπεύθυνοι γι αυτό που συμβαίνει στο χώρο: είτε γιατί αυτό που συμβαίνει το προγραμμάτισαν, είτε γιατί έπρεπε να το προγραμματίσουν και δεν το έκαναν.
Γι αυτό, με βάση την παγκόσμια εμπειρία, όταν ξεκινάει μια διαδικασία ανάπλασης είναι απαραίτητο να προκαθοριστούν οι στόχοι, οι χρήσεις και οι χρήστες του χώρου. Και δεν νοείται ανάπλαση χωρίς την ενεργή συμμετοχή αυτών που είναι χρήστες του χώρου που αναπλάθεται. Εκτός και αν η ανάπλαση έχει σαν στόχο ή σαν συνέπεια –όπως συχνά συμβαίνει- να απομακρύνει τους αρχικούς χρήστες της περιοχής και να τους αντικαταστήσει με νέους χρήστες. Αν λοιπόν η ανάπλαση της Παλιάς Πόλης του Ηρακλείου έχει σαν σκοπό να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας των σημερινών χρηστών της Παλιάς Πόλης, ο φορέας ανάπλασης οφείλει, όφειλε εδώ και καιρό, να τους εμπλέξει σε διάλογο και συνεργασία μετά από λεπτομερειακή ενημέρωσή τους.
Στο Ηράκλειο εξελίσσεται μια μελέτη εδώ και οκτώ χρόνια και ελάχιστοι είναι αυτοί που γνωρίζουν πραγματικά περί τίνος πρόκειται. Αποτέλεσμα αυτού του ελλείμματος ενημέρωσης είναι οι δημότες, λόγω της ανασφάλειας που αισθάνονται, να υιοθετούν κινήσεις και στάσεις που έχουν ορίζοντα μόνο το σήμερα, να μην είναι σε θέση να επενδύουν στο αύριο, να μη συμβάλλουν και να μην διεκδικούν τη μεγιστοποίηση της ωφέλειας για το δημόσιο αλλά και τον ιδιωτικό χώρο. Ο περισσότερος κόσμος είναι θύμα παρανοήσεων. Είναι σκόπιμο λοιπόν να αποκατασταθεί η αλήθεια για διάφορες παραμέτρους που σχετίζονται με το περιεχόμενο και τους στόχους της μελέτης και σε ένα τέτοιο στόχο έρχεται να συμβάλλει αυτό το κείμενο.
Οι χρήσεις
Στα ιστορικά κέντρα γενικά υπάρχει μια τάση να συγκεντρώνονται δραστηριότητες τριτογενούς τομέα: εμπόριο, παροχή υπηρεσιών, διοικητικές υπηρεσίες. Οι δραστηριότητες αυτές δημιουργούν συμφόρηση στο ιστορικό κέντρο, κυκλοφοριακή και όχι μόνο, απαιτούν μεγάλους χώρους για να εξυπηρετηθούν που υπερβαίνουν την τοπική κλίμακα, πολιορκούν όλο και περισσότερο το χώρο εις βάρος της κατοικίας και έχουν σαν αποτέλεσμα την ερήμωση του κέντρου κατά τις νυχτερινές ώρες. Η συγκέντρωση των δραστηριοτήτων αυτών, αν σε πρώτη φάση δημιουργούν μια εντύπωση ευφορίας και ζωτικότητας, γρήγορα οδηγούν σε υποβάθμιση των ιστορικών κέντρων και σε μείωση των αξιών που ευκαιριακά αυξήθηκαν.
Η πολεοδομική μελέτη της παλιάς πόλης του Ηρακλείου έρχεται να αποκαταστήσει αυτή τη σχέση θέτοντας περιορισμούς στην περαιτέρω διόγκωση των δραστηριοτήτων αυτών μέσω της θεσμοθέτησης χρήσεων γης που ενισχύουν την χρήση της κατοικίας. Η θεσμοθέτηση των χρήσεων γής και η προώθηση άλλων ενεργειών που είναι αναγκαίες για την αποσυμφόρηση της πόλης θα έχουν θετικές επιπτώσεις στο ιστορικό κέντρο και επείγει να γίνουν.
Η κυκλοφορία
Στα ιστορικά κέντρα υπάρχει αυξημένη ανάγκη διασφάλισης χώρων για τους πεζούς και τους επισκέπτες της πόλης και, όπως παντού συμβαίνει, είναι αναγκαίο να αναπτυχθεί ένα δίκτυο πεζοδρόμων, οργανωμένοι χώροι στάθμευσης και εξυπηρέτηση από μέσα μαζικής μεταφοράς. Τα παραπάνω έχουν ήδη μελετηθεί και παραδοθεί εδώ και τρία χρόνια στον φορέα ανάπλασης. Η κυκλοφοριακή μελέτη δεν προτείνει την πεζοδρόμηση ολόκληρου του ιστορικού κέντρου έτσι ώστε να μπορεί να εξυπηρετηθεί τόσο η κατοικία όσο και οι εμπορικές και άλλες χρήσεις με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Οι μελετητές έχουν επισημάνει ότι αποσπασματική εφαρμογή τους θα επιδεινώσει τα προβλήματα και γι αυτό είναι αναγκαίο να ληφθεί μέριμνα να υλοποιηθεί η σχετική σήμανση άμεσα και ενιαία ανεξαρτήτως της πορείας των έργων πεζοδρόμησης που απαιτούν και χρόνο και χρηματοδοτήσεις και για το λόγο αυτό είναι ευνόητο ότι θα υλοποιούνται σταδιακά. Είναι λοιπόν καιρός να σταματήσουν οι πειραματισμοί και τα αποσπασματικά μέτρα – την άρση του μέτρου για τα μονά ζυγά ακολούθησε η «ελεγχόμενη» στάθμευση στο κέντρο και πρόσφατα ξανατέθηκε σε συζήτηση το μέτρο για τα μονά ζυγά – και να προχωρήσει η εφαρμογή της μελέτης. Άλλωστε, οι τοποθετήσεις των φορέων των εμπόρων σχετικά με τις πεζοδρομήσεις στο κέντρο, έτσι όπως εκφράστηκαν σε πολλές περιπτώσεις στα τοπικά μέσα ενημέρωσης, εμφανίζονται σε μεγάλο βαθμό συμβατές με τη μελέτη και υπερβαίνουν στην πράξη τους δισταγμούς της Δημοτικής Αρχής.
Η διατήρηση του πολεοδομικού ιστού
Είναι εκπληκτικό το πόσο ο πολεοδομικός ιστός της πόλης είναι μάρτυρας της ιστορίας του! Αν και τα κτίρια γκρεμίστηκαν και ξανακτίστηκαν πολλές φορές, πάντα στις ίδιες θέσεις κατασκευάζονταν. Η σύγκριση της σημερινής εικόνας με τα σχέδια της πόλης σε κάθε εποχή από την εποχή της ενετοκρατίας και μετά, πείθει και τον πιό δύσπιστο. Αυτός είναι και ο λόγος που θεωρήθηκε μείζον ζήτημα για τη μελέτη της παλιάς πόλης η διατήρηση του πολεοδομικού ιστού και έτσι έχει περάσει στη θεσμοθετημένη προκαταρτική πρόταση ανάπλασης.
Στο επίμαχο θέμα της προστασίας του ιστορικού πολεοδομικού ιστού οι παρανοήσεις προκλήθηκαν από το γεγονός ότι η φωνή που ακούστηκε περισσότερο στα τοπικά μέσα ενημέρωσης ήταν αυτή του φορέα των ιδιοκτητών ακινήτων. Η επιχειρηματολογία του αφορά μόνο ένα ποσοστό των ιδιοκτητών ακινήτων στην παλιά πόλη: αυτών που τις τελευταίες δεκαετίες έκτισαν τα οικόπεδά τους με τους κάθε περίοδο ισχύοντες συντελεστές δόμησης, απέδωσαν το ρυμοτομούμενο από το σχέδιο πόλης τμήμα του οικοπέδου τους σε κοινή χρήση και σήμερα ισχυρίζονται ότι με βάση τις ρυθμίσεις της μελέτης θα υπάρξουν αντικίνητρα στο να ανανεωθεί το κτιριακό απόθεμα της πόλης. Δεν τους αφορά, όμως και δεν λένε – αλλά ούτε και κανείς άλλος το λέει- ότι η πόλη κατά το μεγαλύτερο ποσοστό της -80% των οικοπέδων λέει ο μελετητής- αποτελείται από οικόπεδα έκτασης κάτω των 100 τετρ. μ., και ότι σε εγάλο βαθμό αντιστέκεται εβδομήντα χρόνια τώρα στην εφαρμογή του σχεδίου πόλης επειδή ακριβώς το ρυμοτομικό κατακρεουργεί τα οικόπεδά της και τα καθιστά μη άρτια. Για τους ιδιοκτήτες αυτών των οικοπέδων δεν υπήρξε και δεν υπάρχει μέχρι σήμερα το ενδεχόμενο να κατεδαφίσουν και να ξανακτίσουν τα κτίριά τους γιατί ενδεχόμενη κατεδάφισή τους συνεπάγεται την κατάργησή τους -με προσκύρωσή τους σε διπλανά οικόπεδα-, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μεγαλύτερων οικοπέδων και την ανέγερση πολυκατοικιών. Έτσι σε πολλές περιπτώσεις σημαίνει την απομάκρυνση των ιδιοκτητών τους από το ιστορικό κέντρο, δηλαδή τη διάλυση και του κοινωνικού ιστού και την ενοικίαση των υποβαθμισμένων ακινήτων σε περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες.
Την εμμονή των ιδιοκτητών τους να τα συντηρούν και να τα διατηρούν τη στιγμή που δεν μπορούν να πάρουν ούτε καν άδεια σοβαρής ανακαίνισης από το πολεοδομικό γραφείο –ο νόμος δεν επιτρέπει σοβαρές οικοδομικές εργασίες σε κτίσματα που ρυμοτομούνται- αντιστρατεύεται η διαδικασία σύνταξης πράξεων αναλογισμού σε εφαρμογή του σχεδίου πόλης με πρωτοβουλία των υπηρεσιών του Δήμου. Η σύνταξη τέτοιων πράξεων, παρά το γεγονός ότι αποτελεί αρμοδιότητα των πολεοδομικών γραφείων, γινόταν σχεδόν πάντα με πρωτοβουλία των ιδιοκτητών ακινήτων. Σήμερα, η πρωτοβουλία των υπηρεσιών του Δήμου να συντάσσει πράξεις αναλογισμού, οδηγεί σε κατεδαφίσεις κτιρίων που επί δεκαετίες διατηρήθηκαν, και έχει σαν στόχο διανοίξεις δρόμων -εις βάρος του πολεοδομικού ιστού-, πρίν οριστικοποιηθεί και εγκριθεί το νέο ρυμοτομικό σχέδιο, χωρίς δηλαδή να διασφαλίζεται συμβατότητα των διανοίξεων αυτών με το αναθεωρημένο σχέδιο πόλης, αλλά αντίθετα σε εφαρμογή του παλιού σχεδίου πόλης. Αυτός είναι και ο λόγος που ένα από τα αιτήματα του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων είναι να σταματήσει η σύνταξη πράξεων αναλογισμού και να επισπευστεί η θεσμοθέτηση του νέου ρυμοτομικού σχεδίου.
Η θεσμοθέτηση νέου ρυμοτομικού, λοιπόν, που διατηρεί τον ιστορικό ιστό, εκτός από ανάδειξη και προστασία του ιστορικού κέντρου της πόλης σημαίνει και προϋπόθεση για ανανέωση του κτιριακού αποθέματος αφού ο κάθε μικροϊδιοκτήτης, έχοντας αποφύγει τον κίνδυνο της ρυμοτόμησης, θα προχωρήσει στην ανακατασκευή του ακινήτου του.
Η ανανέωση του κτιριακού αποθέματος
Κι εδώ θα πρέπει να αποκατασταθεί και άλλη μια λαθεμένη αντίληψη που έχει δημιουργηθεί: διατήρηση του πολεοδομικού ιστού δεν σημαίνει διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης ως έχει. Τα ακίνητα του ιστορικού κέντρου θα μπορούν να κατεδαφίζονται και να ανοικοδομούνται στο αρχικό περίγραμμα –χωρίς να ρυμοτομούνται-, και μάλιστα επωφελούμενα από την δόμηση που ποτέ μέχρι σήμερα δεν μπόρεσαν να αξιοποιήσουν, σεβόμενοι, φυσικά, τα μορφολογικά χαρακτηριστικά που θα έχουν θεσμοθετηθεί. Γι αυτό, αντίθετα από ότι πολλοί νομίζουν, η θεσμοθέτηση και υλοποίηση της μελέτης θα αποτελέσει ένα σοβαρό κίνητρο για ανανέωση του κτιριακού αποθέματος του ιστορικού κέντρου.
Τα μικρά ακίνητα θα μπορούν ακόμα να συνενώνονται, -άλλη παρανόηση αυτή- αν οι ιδιοκτήτες τους το επιθυμούν, μόνο που θα υπάρχουν όρια σε αυτές τις συνενώσεις έτσι ώστε να μην μπορούν να δημιουργούνται υπερμεγέθη κτίρια που θα αντιστρατεύονται την κλίμακα του χώρου.
Τα διατηρητέα
Σε ότι αφορά στα διατηρητέα: Στο Ηράκλειο δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα διατηρητέα κτίρια. Θα συμφωνήσουμε εύκολα ότι ανάδειξη ιστορικού κέντρου χωρίς προστασία και ανάδειξη των διατηρητέων κτιρίων δεν νοείται. Θα πρέπει όμως παράλληλα να παραδεχθούμε ότι μόνο οι κατασκευές της πολύ παλιότερης εποχής απολαμβάνουν σεβασμού τόσο από τους αρχαιολόγους όσο και από το ευρύ κοινό. Τα νεώτερα κτίρια αμφισβητούνται, ακόμα κι όταν είναι χαρακτηριστικά δείγματα της εποχής τους και μάλιστα με τελείως υποκειμενικά αισθητικά κριτήρια. Έτσι πολύ λίγο μετράει το γεγονός ότι έχει εκπονηθεί μια μελέτη που έχει αξιολογήσει και κατηγοριοποιήσει τα πιο ενδιαφέροντα από τα νεώτερα κτίρια. Καθένας αισθάνεται αρμόδιος να προσθέτει ή μάλλον μόνο να αφαιρεί στον κατάλογο αυτό.
Η διαπίστωση του γεγονότος ότι η τάση αποφυγής της διατήρησης οφείλεται κυρίως στις δυσκολίες και στην έλλειψη κινήτρων από την πολιτεία που η διατήρηση συνεπάγεται, οδηγεί και στο συμπέρασμα για το τι πρέπει να γίνει. Τα πράγματα θα ήταν τελείως διαφορετικά αν οι ιδιοκτήτες διατηρητέων ή προτεινομένων προς διατήρηση κτισμάτων αντί να αισθάνονται ότι ταλαιπωρούνται και ζημιώνονται αισθανόταν ότι κάποιος – ποιός άλλος από τον φορέα ανάπλασης; – έκανε με οργανωμένο τρόπο αυτό που δεν μπορεί να κάνει καθένας μόνος του: αντιμετωπίζοντας το θέμα της διατήρησης μέσα σε ενιαίο σχέδιο, όπου ήδη είναι εκ των πραγμάτων ενταγμένο, έβρισκε τους τρόπους ώστε οι ιδιοκτήτες αυτών των ακινήτων να πάψουν να ζημιώνονται.
Και αν αυτό γινόταν και είναι δυνατόν να γίνει μέσω της διαδικασίας της ανάπλασης, της μόνης διαδικασίας που αποτελεί από μόνη της επιχείρημα και προυπόθεση για την εξασφάλιση σχετικων χρηματοδοτήσεων, τότε κανείς ιδιοκτήτης κτιρίου δεν θα έβλεπε το κτίριό του σαν επικινδύνως ετοιμόρροπο αλλά θα προχωρούσε στην επισκευή του.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Πατρίς» στις 7 Νοεμβρίου 2005
και στην ιστοσελίδα ecocrete στις 25 Μαρτίου 2006
http://www.ecocrete.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=2368&Itemid=42